- ουγγαρέζικος
- -η, -οαυτός που αναφέρεται στην Ουγγαρία ή τους Ούγγρους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ουγγαρέζικος — η, ο [Ουγγαρέζος] ουγγρικός … Dictionary of Greek